γραμμοϊσοδύναμο

γραμμοϊσοδύναμο
(g-eq).Ποσότητα ύλης εκφρασμένης σε γρ. που αντιστοιχεί στο χημικό ισοδύναμο ενός στοιχείου ή ενός ιόντος. Για παράδειγμα, το γ. του δισθενούς ιόντος του χαλκού είναι: 63,5:2 = 31,75 γρ. Στην περίπτωση των μονοσθενών ιόντων, το 1 γ., θα είναι ίσο με 1 γραμμοάτομο (ή γραμμομόριο), επομένως θα περιέχει Ν ιόντα, όπου Ν η σταθερά Λόσμιτ. Αν τα ιόντα έχουν φορτίο n, τότε το γ. θα ισούται με l/n γραμμοάτομα (ή γραμμομόρια) και θα περιέχει Ν/η ιόντα. Το συνολικό φορτίο του γ. θα είναι ίσο με: Ν/n.n.e = N.e (γιατί κάθε ιόν έχει φορτίο ίσο με η.e). Το γινόμενο N.e (γινόμενο της σταθεράς Λόσμιτ και του στοιχειώδους ηλεκτρικού φορτίου) είναι η σταθερά Φαραντέι F:F = N.e = 96.500 Cb/γ. Επομένως, το ολικό φορτίο των ιόντων ενός γ. είναι σταθερό και ίσο με 96.500 Cb, ανεξάρτητα από το είδος του ιόντος, γεγονός που δικαιολογεί και την εκλογή της νέας αυτής μονάδας μάζας.
* * *
το
η μάζα τόσων γραμμαρίων ενός χημικού στοιχείου όσο είναι το χημικό του ισοδύναμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γραμμάριο — Μονάδα μέτρησης μάζας στο σύστημα μονάδων CGS, το οποίο έχει ως θεμελιώδεις μονάδες το εκατοστόμετρο, το γ. και το δευτερόλεπτο. Το γ. ορίζεται ως το ένα χιλιοστό της μάζας του πρότυπου χιλιόγραμμου. Η μονάδα αυτή πρέπει να ονομάζεται ακριβέστερα …   Dictionary of Greek

  • γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… …   Dictionary of Greek

  • γραμμο- — (I) με τη μορφή γραμμο < γράμμα ως α συνθετικό εμφανίζεται ένας μικρός σχετικά αριθμός σύνθετων λέξεων τής Ελληνικής. Το γραμμο εκφράζει τη σημασία «γραμμάριο» (πρβλ. γραμμοάτομο, γραμμοϊσοδύναμο, γραμμομόριο) και έχει εισαχθεί από την… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… …   Dictionary of Greek

  • βολτάμετρο — Όργανο που επιτρέπει τη μέτρηση της ποσότητας ηλεκτρισμού με τη μέτρηση της μάζας του υλικού που ελευθερώνεται στα ηλεκτρόδια κατά την ηλεκτρόλυση. Τη δυνατότητα αυτής της μέτρησης δίνει ο νόμος του Φάραντεϊ, σύμφωνα με τον οποίο απαιτείται… …   Dictionary of Greek

  • γραμμοϊόν — Ποσότητα ιόντων, μονατομικών ή πολυατομικών, ίση με εκείνη των ατόμων του ισοτόπου του άνθρακα 12(12C)που περιέχονται σε 0,0120 kg του ισοτόπου αυτού. Πιο σωστά ονομάζεται mole ιόντων και ισούται με 6,023x1023 ιόντα (αριθμός Αβογκάντρο). Ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”